ἀποστερήσει

ἀποστερήσει
ἀποστέρησις
deprivation
fem nom/voc/acc dual (attic epic)
ἀποστερήσεϊ , ἀποστέρησις
deprivation
fem dat sg (epic)
ἀποστέρησις
deprivation
fem dat sg (attic ionic)
ἀποστερέω
rob
fut ind pass 2nd sg
ἀποστερέω
rob
aor subj act 3rd sg (epic)
ἀποστερέω
rob
fut ind mid 2nd sg
ἀποστερέω
rob
fut ind act 3rd sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • αποστερώ — ησα, ήθηκα, ημένος 1. αφαιρώ από κάποιον κάτι που είχε: Τους είχε αποστερήσει από την ελευθερία. 2. κρατώ από κάποιον κάτι που έπρεπε να του δώσω: Αποστέρησε τον αδελφό του από την πατρική κληρονομιά. Το μέσ. αποστερούμαι χάνω: Αποστερήθηκε τον… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”